- τράνεμα
- το, -ατοςμεγάλωμα, μεγέθυνση: Το παιδί τι τράνεμα έχει!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τράνεμα — το, Ν [τρανεύω] το να γίνεται κανείς τρανός, μεγάλος, μεγάλωμα … Dictionary of Greek